σαρκῖτις

σαρκῖτις
σαρκῖτις, , name of a precious stone, Plin.HN37.181.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • σαρκίτις — ίτιδος, ἡ, Α είδος πολύτιμου λίθου. [ΕΤΥΜΟΛ. < σάρξ, σαρκός + κατάλ. ῖτις, ίτιδος (πρβλ. κεραμ ῖτις). Ο λίθος ονομάστηκε έτσι λόγω τού χρώματός του] …   Dictionary of Greek

  • σάρκα — η / σάρξ, σαρκός, ΝΜΑ, και αιολ. τ. σύρξ Α 1. το μυώδες μέρος τού σώματος τών ανθρώπων και τών ζώων, το κρέας (α. «στα μέρη όπου λαγωνικά τα δάχτυλα / μυρίζονται τη σάρκα», Ελύτης β. «ἔγκατά τε σάρκας τε καὶ ὀστέα», Ομ. Οδ.) 2. το μέρος αυτό τού… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”